- παραγένησις
- παραγένησιςpresencefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραγένησις — ἡ, Α παρουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γίγνομαι] … Dictionary of Greek
παραγενήσῃ — παραγενήσηι , παραγένησις presence fem dat sg (epic) παραγίγνομαι to be beside fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)